- κλάριος
- κλάριος, ὁ (Α) [κλάρος](δωρ. τ. τού κλήριος*)1. αυτός που διανέμει με κλήρο2. ως κύριο όν. ὁ Κλάριοςπροσωνυμία τού Διός και τού Απόλλωνος (α. «τὸ δὲ χωρίον καλεῑται... Διὸς Κλαρίου», Παυσ.)β. «ὤπολλον, πολλοί σε Βοηδρόμιον καλέουσι, πολλοὶ δὲ Κλάριον», Καλλ.)3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) κλάριοικλάδοι.
Dictionary of Greek. 2013.